ραβδί

From LSJ

Αὐτάρκης ἔσῃ, ἂν μάθῃς τί τὸ καλὸν κἀγαθόν ἐστι → You will be contented with your lot if you learn what the honourable and good is

Plutarch, De virtute et vitio

Greek Monolingual

ραβδί, το / ραβδίον, ΝΜΑ, και ραβδίο Ν ῥάβδος
(ως υποκορ. του ράβδος)
1. μικρή ράβδος ή μικρό κλαδί (α. «και στο ραβδίν του ακούμπησε να πει την αλφαβήτα», Κάλαντα
β. «Ἑρμῆς δ' ἐπιστὰς τῷ τε ῥαβδίῳ παίων», Βάβρ.)
2. (κατ' επέκτ.) καθετί σε σχήμα μικρής ράβδου («ραβδία χρυσού»)
νεοελλ.
1. κομμάτι ξύλου λεπτό και γερό που χρησιμοποιείται από ανθρώπους μεγάλης ηλικίας ως στήριγμα, ράβδος, μπαστούνι
2. (κατ' επέκτ.) α) καθετί που μοιάζει με μπαστούνι και χρησιμοποιείται για χτύπημα
β) ξυλοκόπημα, ραβδισμόςραβδί που του χρειάζεται»)
3. (στον τ. ραβδίο) (ανατ. -φυσιολ.) φωτοευαίσθητο κύτταρο του αμφιβληστροειδούς χιτώνα του ματιού, που μπορεί να υποδεχθεί ασπρόμαυρες εικόνες, δηλαδή βλέπει μόνο εικόνες, όπως της ασπρόμαυρης τηλεόρασης, ακόμη και στο μισοσκόταδο
αρχ.
1. μαντική ράβδος
2. είδος σιδερένιας καρφίτσας ή αιχμηρό σιδερένιο αντικείμενο χρήσιμο στην εγκαυστική ζωγραφική («ῥαβδίον διάπυρον», Πλούτ.)
3. η ράβδος του διδασκάλου
4. το φυτό άλιμος
5. στον πληθ. τὰ ῥαβδία
μικροί πλόκαμοι στο στόμα μερικών ψαριών με τους οποίους συλλαμβάνουν άλλα μικρότερα ψάρια («ῥαβδεύεται τοῖς ἐν τῷ στόματι, ἅ καλοῦσιν οἱ ἁλιεῖς ῥαβδία», Αριστοτ.)
6. φρ. «ῥαβδία ἀκοντίων»
πιθ. τα κοντάρια τών ακοντίων.

Translations

rod

Arabic: عَصًا; Armenian: ձող; Aromanian: veargã; Basque: haga; Bulgarian: прът, пръчка; Chinese Mandarin: , 棍子; Czech: tyč; Danish: stang; Esperanto: vergo; Ewe: ati; Finnish: tanko; French: tige; Georgian: კვერთხი; German: Stange, Stock, Stab, Latte; Greek: ραβδί; Ancient Greek: ῥάβδος; Hebrew: מוֹט, מַקֵּל; Higaonon: songkod; Hungarian: bot,pálca; Icelandic: stöng; Interlingua: virga; Irish: liúr; Italian: palo, pertica, stecca, bastone; Japanese: 棒; Khmer: របុក; Latin: talea, pertica; Latvian: nūja, stienis; Macedonian: стап, прат, шипка, прачка; Malayalam: കമ്പി; Maori: tari, pihi, matira, tia; Ottoman Turkish: دگنك; Polish: pręt; Portuguese: vara, bastão, haste; Romanian: vargă, nuia, vergea, băț; Russian: штанга, палка, стержень, прут; Serbo-Croatian Cyrillic: па̏лица, ши̏пка; Roman: pȁlica, šȉpka; Sorbian Lower Sorbian: pšut; Spanish: barra, rodillo, vara, fierro, vírgula; Swedish: spö, stång, stav; Turkish: değnek, sopa, asa, çomak; Vietnamese: que, cần, gậy