ψευδόστομα

Revision as of 14:53, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ατος, τό,

   A the false or blind mouth of a river, Str.17.1.18(pl.).

German (Pape)

[Seite 1395] τό, falsche, unächte Mündung, Strabo XVII.

Greek (Liddell-Scott)

ψευδόστομα: τό, ψευδὲς ἢ πεφραγμένον στόμα (ἐκβολὴ) ποταμοῦ, Στράβ. 801.

Greek Monolingual

το, ΝΑ
κλειστή εκβολή ποταμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)- + στόμα.