εκβολή

From LSJ

ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you

Source

Greek Monolingual

η (AM ἐκβολή)
1. το να εκβάλλεται κάτι, να βγαίνει από τη θέση του, εξαγωγή, βγάλσιμοεκβολή ριζών»)
2. το μέρος όπου ο ποταμός χύνεται στη θάλασσα
νεοελλ.
(ως ναυτικός όρος) είδος αβαρίας
αρχ.-μσν.
1. εκδίωξη, εξορία
2. φρ. «ἐκβολὴ ἄρθρου» — εξάρθρωση, βγάλσιμο
μσν.
1. άνοιγμα («πρὸς ἐκβολὴν τῆς πόρτας»)
2. εξαγωγή προϊόντων
3. πτώση του απευθυσμένου («περὶ ἐκβολὴν κόλου»)
4. τέλος στίχου
αρχ.
Ι. 1. απόρριψη περιττού φορτίου στη θάλασσα
2. απόρριψη, αποβολή
3. αναβλάστηση
4. έκθεση σε κοινή θέα
5. δίοδος, στενό πέρασμα
6. πάροδος ή διακλάδωση, δρόμος που αποχωρίζεται από τον κύριο δρόμο
7. οτιδήποτε αποβάλλεται ή πετιέται (α. «δικέλλης ἐκβολή» — χώμα βγαλμένο από τη δικέλλα
β. «οὐρεία ἐκβολή» — βρέφος πεταμένο σε όρος)
8. μουσ. διάστημα πέντε διέσεων
9. εκβολάδα
10. ηθική κατάπτωση
11. (για γυναίκα) διώξιμο, διαζύγιο
II. φρ.
1. «ἐκβολὴ δακρύων» — ροή δακρύων, δάκρυα που αναβλύζουν
2. «ἐκβολὴ ὀδόντων» — εξαγωγή ή πέσιμο δοντιών
3. «ἐκβολὴ ἐμβρύου» — αποβολή εμβρύου ή έκτρωση
4. «ἐκβολὴ λόγου» — παρέκβαση
5. «ἐκβολαὶ σίτου» — η εποχή κατά την οποία σχηματίζονται τα στάχυα.