ἀμβλυγώνιος

Revision as of 14:57, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ον,

   A obtuse-angled, τρίγωνα Euc.1.28, al.; κωνοειδές, κῶνος, Archim.Con.Sph.Praef.: Subst. -γώνιον, τό, obtuse angle, Plb. 34.6.7.

German (Pape)

[Seite 118] stumpfwinklig, Mathem.; τὸ ἀμβ., der stumpfe Winkel, Pol. 34, 6, 7.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμβλῠγώνιος: -ον, ὁ ἔχων ἀμβλείας γωνίας, Πολύβ. 34. 6, 7.

Spanish (DGE)

-ον
geom.
1 obtusángulo τρίγωνον Euc.1Def.21, Str.2.1.34, Poll.4.161
ἡ ἀμβλυγωνίου κώνου τομά hipérbola Archim.Con.Sph.praef.p.153 passim, Papp.672.23
τὸ ἀμβλυγώνιον κωνοειδές hiperboloide de revolución Archim.Con.Sph.praef.p.154.
2 obtuso γωνία Hero.Def.41
subst. τὸ ἀ. ángulo obtuso Plb.34.6.7, Gloss.4.16.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α ἀμβλυγώνιος, -ον)
αυτός που έχει αμβλεία γωνία
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. το ἀμβλυγώνιον
αμβλεία γωνία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμβλὺς + -γώνιος < γωνία.