ἀνάχωσμα

Revision as of 14:58, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ατος, τό,

   A silted mound, Sch.Ar.Eq.527.

German (Pape)

[Seite 215] = ἀνάχωμα, ποταμῶν, die von den Flüssen abgesetzte, aufgehäufte Erde, Schol. Ar. Equ. 525.

Spanish (DGE)

-ματος, τό aluvión Sch.Ar.Eq.527.

Greek Monolingual

το (Α ἀνάχωσμα)
συσσώρευση χώματος, μικρός σωρός από την ιλύ ποταμού.