ἀμυστηρίαστος
English (LSJ)
ον,
A not initiated, Sch.Theoc.3.51, PLeid.W.9.38.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμυστηρίαστος: -ον, Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 3. 51.
Spanish (DGE)
-ον
no iniciado en los misterios Sch.Theoc.3.51, PMag.13.p.173.12, p.175.18.
Greek Monolingual
ἀμυστηρίαστος, -η, -ο (Μ) μυστηριάζω
ο αμυσταγώγητος.