ἀναπαίτητος

Revision as of 14:58, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ον,

   A not reclaimable, χρήματα Ἀρχ.Δελτ. 6.100 (Methymna, ii B. C.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀναπαίτητος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις ν’ ἀπαιτήσῃ, Ἀνδρ. Παλαιολόγ. Χρυσόβουλ. ἐν Μεσ. Βιβλ. Σάθα, τόμ. Α΄, σ. 221.

Spanish (DGE)

-ον
que no puede ser reclamado χρήματα IG 12.Suppl.(2).116.17 (Metimna II a.C.).

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἀναπαίτητος, -ον) ἀπαιτῶ
αυτός που δεν τον απαίτησε ή δεν τον απαιτεί κανείς, αζήτητος, αγύρευτος.