ἀπίων
English (LSJ)
[ῑ], ον, gen. ονος,
A not fat, Diph.Siph. ap. Ath.4.120e, Aret. CD1.5.
German (Pape)
[Seite 292] ον, nicht fett, Ath. III, 120 f.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπίων: [ῑ], -ον, -ονος, οὐ πίων, οὐχὶ παχύς, «ἄπαχος», Δίφιλ. Σιφν. Παρ’ Ἀθην. 120F, Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 5.