ἄπιον

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄπιον Medium diacritics: ἄπιον Low diacritics: άπιον Capitals: ΑΠΙΟΝ
Transliteration A: ápion Transliteration B: apion Transliteration C: apion Beta Code: a)/pion

English (LSJ)

τό, (ἄπιος A)
A pear, Pl.Lg.845b, Theoc.7.120, Thphr. CP 6.14.4.
2 = ἄπιος (A), pear-tree, ib.1.15.2.

Spanish (DGE)

-ου, τό
• Prosodia: [ᾰ-]
• Morfología: [gen. sg. -οιο Theoc.7.120]
1 pera Pl.Lg.845b, Theoc.l.c., Thphr.CP 6.14.4, Od.5.
2 cierta medida de vino οἴ(νου) ἄπι(ον) α μόνον OBodl.2117.

German (Pape)

[Seite 291] τό, 1) die Birne, Plat. Legg. VIII, 845 b; Theocr. 7, 120. – 2) apium, Eppich, Theophr.; vgl. Ath. XIV, 63.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
poire, fruit.
Étymologie: ἄπιος¹.
Par. ἄχερδος, ἀχράς, ὄγχνη.

Russian (Dvoretsky)

ἄπιον: (ᾰ) τό груша (плод, тж. дерево) Plat., Theocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἄπιον: τό, (ἄπιος) ἀπίδιον, Πλάτ. Νόμ. 845Β, Θεόκρ. 7. 120. 2) = ἄπιος (ἡ) ἀπιδέα, κοιν. «ἀπιδιά», Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 1. 15. 2.

Greek Monolingual

ἄπιον, το κ. ἄπιος, η (Α)
1. απίδι, αχλάδι
2. απιδιά, αχλαδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο συσχετισμός του τ. με λατ. pirum, pirus, μεσογειακής προέλευσης, οδηγεί σε προελληνικό επίθημα α- και θ. piso. Σύγχυση παρατηρείται ως προς τη χρήση του ουδ. και θηλ. Ο τ. το άπιον σημαίνει κυρίως «αχλάδι» και άπαξ «αχλαδιά», προς διάκριση από τη λ. άχερδος «αγριαχλαδιά», ενώ το θηλ. η άπιος χρησιμοποιείται με βασική σημ. «αχλαδιά» (Θεόφρ., Διοσκ., Γαλ.) και σπάνια με σημ. «αχλάδι».
ΣΥΝΘ. απιοειδής].

Greek Monotonic

ἄπιον: τό (ἄπιος), αχλάδι, Λατ. pirum, σε Πλάτ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: pear (Pl.)
Other forms: ἄπιος f. pear-tree (Thphr.; not always kept apart, vgl. Wackernagel Synt. 2, 17; ).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: To Lat. pirum, pirus. Generally considerd a Mediterranian loan; initial ἀ- a prothesis, Kretschmer Glotta 21, 89. See Hubschmid, Thesaurus 2, 121. Berger MSS 9 (1956) 15ff compares Burushaski pheṣ̌o; improbable. Steinbauer, Etym. Unters. 1989, 68 argues that it could be IE *h₂pis-os; less likely: PIE root *h₂peis-?

Middle Liddell

ἄπιος
a pear, Lat. pirum, Plat.

Frisk Etymology German

ἄπιον: {ápion}
Grammar: n.
Meaning: Birne,
Derivative: ἄπιος f. Birnbaum (nicht immer auseinandergehalten, vgl. Wackernagel Synt. 2, 17; Pl., Kom., Thphr. usw.).
Etymology: Wie lat. pirum, pirus mediterranes Kulturwort unbekannten Ursprungs. Das anlautende ἀ- ist nach Kretschmer Glotta 21, 89, Boisacq Rev. de l'instr. publ. 55, 1ff. (wo auch Lit.) ein vorgriechisches Präfix. S. auch Winter Prothet. Vokal 13.
Page 1,121