ἀπερίφραστος
English (LSJ)
ον,
A without circumlocution, Eust.1941.59. Adv.ἀπερί-τως ib.1112.42.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπερίφραστος: -ον, ὁ ἄνευ περιφράσεως, Εὐστ. 1941, 59. - Ἐπίρρ. -τως αὐτόθι 1112. 42.
Spanish (DGE)
-ον
1 libre de perífrasis o circunloquios, sencillo subst. τὸ γὰρ ἀ. ἦν pues lo sencillo era Eust.1941.59.
2 adv. -ως sin perífrasis ἀ. προφέρων εἶπεν Eust.1112.42.
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ἀπερίφραστος, -ον)
αυτός που διατυπώνεται ρητά και κατηγορηματικά, χωρίς περιφράσεις ή περιστροφές.