ἀρτιτελής

Revision as of 15:05, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ές,

   A newly initiated, Pl.Phdr.251a.    II fully formed, Thphr.HP2.5.5; just finished, Nonn.D.26.46.

German (Pape)

[Seite 362] ές, eben eingeweiht, Plat. Phaedr. 231 a; vollkommen, Pol. 6, 18.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρτιτελής: -ές, ὁ νεωστὶ μυηθεὶς εἰς μυστήρια, Πλάτ. Φαῖδρ. 251Α. ΙΙ. ὁ ἄρτι συντελεσθείς, τελειωθείς, Νόνν. Δ. 26. 46.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 nouvellement initié;
2 récemment accompli.
Étymologie: ἄρτι, τέλος.

Spanish (DGE)

-ές
1 de pers. recién iniciado Pl.Phdr.251a, μύστης Aristid.Or.28.135, cf. Him.69.8, GVI 1773.2 (Hermíone III d.C.).
2 de plantas completamente formado Thphr.HP 2.5.5.
3 recién hecho o terminado σῆμα νεοφθιμένοιο τοκῆος Nonn.D.26.46.

Greek Monolingual

ἀρτιτελής, -ές (Α)
1. αυτός που μυήθηκε στα μυστήρια πριν λίγο
2. ο άρτιος στη μορφή, ο τέλειος.

Greek Monotonic

ἀρτιτελής: -ές (τέλος), πρόσφατα μυημένος, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀρτιτελής:
1) недавно посвященный Plat.;
2) законченный, совершенный (Polyb. - v. l. к αὐτοτελής).

Middle Liddell

τέλος
newly initiated, Plat.