ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones
-α, -ο (AM ἄρτιος, -ία, -ιον) άρτι1. τέλειος, ακέραιος, πλήρης2. ζυγός (αριθμός)αρχ.