ἄπληγος

Revision as of 15:09, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ον, (πληγή)

   A not smitten with disease, etc., PMag.Par. 1.1063.

Greek (Liddell-Scott)

ἄπληγος: -ον, (πληγὴ) ὁ μὴ πλησσόμενος, ὁ προπεφυλαγμένος ἐκ κτυπημάτων, «ὁ πνεύμων ὥσπερ στρῶμα ἁπαλόν… ἄπληγον αὐτήν (τὴν καρδίαν) διατηρεῖ καὶ ἀβλαβῆ» Μελέτιος ἐν Ἀνεκδ. Ὀξ. 3. 41. ― Ἐπίρρ. -γως Ἀχμ. Ὀνειρ. 251.

Spanish (DGE)

-ον
no apaleado μενῶ ἄπληγος me libraré de la paliza, Vit.Aesop.W.57, cf. PRein.92.11 (IV d.C.)
como oxímoron ἄ. πληγή Ephr.Syr.3.468B
fig. no atacado por la enfermedad PMag.4.1063.