ἐμπεριπείρω
English (LSJ)
A impale upon:—Pass., ἐμπεριπαρεὶς ταῖς σαρίσσαις Str.17.1.8 (prob. f.l. for περιπ-).
German (Pape)
[Seite 812] von allen Seiten durchstechen, ἐμπεριπαρεὶς ταῖς σαρίσσαις Strab. XVII, 794.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπεριπείρω: πανταχόθεν ἐμπήγω, διατρυπῶ, παθ., ἐμπεριπαρεὶς ταῖς σαρίσσαις Στράβων 794· ἀλλὰ κατὰ Κοραῆν γραπτέον περιπαρείς.
Spanish (DGE)
empalar en v. pas. ἀπέθανεν ἐμπεριπαρεὶς ταῖς σαρίσσαις Str.17.1.8.
Greek Monolingual
ἐμπεριπείρω (Α)
διατρυπώ απ' όλες τις πλευρές.