ἐνδιαμένω
English (LSJ)
A remain in (sc. the body), dub. l. in D.H.8.62.
German (Pape)
[Seite 833] (s. μένω), fortwährend darin bleiben, D. Hal. 8, 62.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνδιαμένω: διαμένω ἔν τινι, ἐξακολουθῶ νὰ ὑπάρχω, Διον. Ἁλ. 8. 62.
Spanish (DGE)
1 c. suj. de cosa o abstr. permanecer dentro de algo ταύταις (ταῖς θεωρίαις) ... δοκοῦσιν ... αἱ φαν[τασ] ίαι ἐνδιαμένειν Epicur.Fr.[37.37] 10, τοῦ ξύλου ... ἔνδον τοῦ πυρὸς ἐνδιαμένοντος Mac.Aeg.Serm.C 22.3.
2 c. suj. de pers. mantenerse ἀκινήτως τῇ σεαυτοῦ γνώμῃ Hom.Clem.18.21.4.