ἐκφλέγω

Revision as of 15:12, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A to set on fire: metaph., τὴν πόλιν Ar.Pax608, LXX 4 Ma. 16.3:—Pass., metaph., ἐκφλέγεσθαι τὴν διάνοιαν to be inflamed... Plu.2.766a.    2 warm up, Aret.SA2.1.

German (Pape)

[Seite 785] entzünden; auch übertr., πόλιν, zum Kriege, Ar. Pax 609; ἐκφλέγεται τὴν διάνοιαν Plut. amat. 20 M.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκφλέγω: πυρπολῶ˙ μεταφ., αὐτὸς ἐξέφλεξε τὴν πόλιν Ἀριστοφ. Εἰρ. 608: - Παθ., ἐκφλέγεσθαι τὴν διάνοιαν Πλούτ. 2. 766Α.

French (Bailly abrégé)

enflammer, embraser.
Étymologie: ἐκ, φλέγω.

Spanish (DGE)

I 1prender fuego, encender, incendiar τὴν πόλιν Ar.Pax 608, ὄρη Olymp.in Mete.115.21.
2 fisiol. calentar, inflamar ἡ καρδίη ... ἐκφλέγει αὐτόν (τὸν ψυχρὸν ἠέρα) en teorías médicas sobre el corazón como principio de la vida, Aret.SA 2.1.1, abs. ἐκφλέγει γὰρ καὶ οἶνος ἐς παραφορὴν ἐν μέθῃ Aret.SD 1.6.1, fig. ὁ λόγος ... ἐκφλέγων καὶ ἐκφωτίζων τὸν ἄνθρωπον Clem.Al.Strom.5.8.48, τὰς ἐπιθυμίας Clem.Al.Paed.2.4.42, en v. pas. εἰς ἀλλοτρίας (γαμετάς) ἐκφλεγόμενοι Meth.Symp.80.
II en v. med.-pas.
1 arder ἐκφλεγομένη κάμινος λαβροτάτῳ πυρί LXX 4Ma.16.3, (ἄνθρακες) ἐκφλεγήσονται Clem.Al.Strom.6.15.116
fig. inflamarse, arder por el amor o el deseo, c. ac. de rel. συνὼν ... ἐκφλέγεται τὴν διάνοιαν Plu.2.766a, cf. AP 12.178, en anim., Ael.NA 10.27.
2 calentarse en exceso ἐκφλεγῆναι τότε καὶ καῦμα δεινόν (ocurrió que) entonces se produjo además una terrible ola de calor I.BI 3.312.

Greek Monolingual

(AM ἐκφλέγω)
1. ανάβω, πυρπολώ, αναφλέγω, κατακαίω
2. θερμαίνω υπερβολικά
3. (παθ. μτφ. με μέσ. σημ.) ἐκφλέγομαι
τίθεμαι σε ζωηρή κίνηση, ενθουσιάζομαι.

Greek Monotonic

ἐκφλέγω: μέλ. -ξω, πυρπολώ, κατακαίω, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐκφλέγω: досл. поджигать, воспламенять, перен. возбуждать, волновать (τὴν πόλιν Arph.; ἐκφλέγεσθαι τὴν διάνοιαν Plut.).

Middle Liddell

fut. ξω
to set on fire, Ar.