ἐνεπιδείκνυμαι

Revision as of 15:13, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

Med.,

   A display in, τὴν εὔνοιαν ἔν τισι Isoc.19.24; σύνεσιν πράγμασι Ph.1.398, cf. Plu.2.90e.    II abs., show off, make a display, Ph.2.28, Lib.Decl.16.28.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνεπιδείκνῠμαι: μέσ., ἐπιδεικνύω ἐν, πρᾳότητα... ἐνεπιδείξασθαι ταῖς ἔχθαραις Πλούτ. 2. 90Ε.

French (Bailly abrégé)

seul. Moy.
montrer dans, exposer dans, τινι.
Étymologie: ἐν, ἐπιδείκνυμαι.

Spanish (DGE)

1 mostrar, manifestar, hacer gala de c. ac. de abstr. οἷς (πράγμασι) σύνεσιν καὶ εὐβουλίαν ἐνεπιδείξεται Ph.1.398, πραότητα ... ἐνεπιδείξασθαι ταῖς ἔχθραις Plu.2.90e, τὴν σοφίαν Eus.Hierocl.26.14.
2 exhibirse Thphr.Char.5.10
hacerse notar, quedar en evidencia ἵνα μὴ ... ἐνεπιδείκνυσθαι δοκῇ Ph.2.28, cf. Lib.Decl.16.28.

Greek Monolingual

ἐνεπιδείκνυμαι (Α)
παρουσιάζω, επιδεικνύω, φανερώνω.

Russian (Dvoretsky)

ἐνεπιδείκνῠμαι: проявлять, обнаруживать (πρᾳότητα ταῖς ἔχθραις Plut.).