ἐποικοδόμησις
English (LSJ)
εως, ἡ,
A building up : metaph., piling up of expressions, climax, Arist.GA724a29 ; ἡ τῶν λέξεὼν ἐ. Longin.39.3.
German (Pape)
[Seite 1007] ἡ, das Daraufbauen, übertr. von einer rhetorischen Häufung, Arist. gen. an. 1, 18. S. ἐποικονομία.
Greek (Liddell-Scott)
ἐποικοδόμησις: -εως, ἡ, τὸ ἐποικοδομεῖν: μεταφ., ἐπισώρευσις, ἀνιοῦσα ἔμφασις, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 18, 34, Λογγῖν. 39· πρβλ. ἐποικοδομέω Ι.
Russian (Dvoretsky)
ἐποικοδόμησις: εως ἡ досл. надстраивание, рит. нагромождение, раздувание Arst.