ἰσόπυκνος
English (LSJ)
ον,
A equally condensed (by tension), χορδή Porph. in Harm.p.296W. (comment on πυκνοτέρας in Ptol.Harm.1.8).
Greek Monolingual
ἰσόπυκνος, -ον (Α)
(για χορδές) αυτός που έχει ίση πυκνότητα όταν τεντώνεται.
ον,
A equally condensed (by tension), χορδή Porph. in Harm.p.296W. (comment on πυκνοτέρας in Ptol.Harm.1.8).
ἰσόπυκνος, -ον (Α)
(για χορδές) αυτός που έχει ίση πυκνότητα όταν τεντώνεται.