ὀμιχλόομαι
English (LSJ)
Pass.,
A become cloud, Placit.3.4.4, Sm.Ps.64 (65).13.
Greek (Liddell-Scott)
ὀμιχλόομαι: Παθ., γίνομαι ὀμίχλη, νέφος, Στοβ. παράρτ. 4, σ. 6 Gaisf.
Pass.,
A become cloud, Placit.3.4.4, Sm.Ps.64 (65).13.
ὀμιχλόομαι: Παθ., γίνομαι ὀμίχλη, νέφος, Στοβ. παράρτ. 4, σ. 6 Gaisf.