ἀκτινωτός

Revision as of 15:25, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ή, όν,

   A decorated with rays, Ph.2.560; φιάλη Michel815 (Delos, iv B. C.); of cog-wheels, toothed, Hero Spir.2.32.

German (Pape)

[Seite 86] umstrahlt, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκτῑνωτός: -ή, -όν, = ἔχων ἀκτῖνας, Λατ. radialus, Φίλων 2. 560.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 adornado o provisto de rayos, radiado φιάλη ID 104.34 (IV a.C.), Didyma 424.36 (III a.C.), στέφανος Ph.2.560, Ἥλιος IPerge 10.53 (I d.C.?)
provisto de prominencias en la cabeza que simbolizan los rayos del sol κάνθαρος Horap.1.10.
2 dentado de una rueda, Hero Spir.2.32.

Greek Monolingual

και αχτινωτός και αχτιδωτός, -ή, -ό (Α ἀκτινωτός, -ή, -όν) ἀκτίς
αυτός που έχει ακτίνες, ο ακτινοειδής.