ἀποδυτέον

Revision as of 15:30, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A one must strip, τινά Luc.Herm.38; one must put off, χιτῶνας Porph.Abst.1.31.    II (from Pass.) ἀ. ταῖς γυναιξίν they must strip off their clothes, Pl.R.457a.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποδῠτέον: ῥημ. ἐπίθ. πρέπει τις νὰ ἐκδύσῃ νὰ ἀπογυμνώσῃ, καὶ τοὺς ἄλλους σοι ἀποδυτέον Λουκ. Ἑρμότ. 38. ΙΙ. ἐκ τοῦ Παθ., ἀπ. ταῖς τῶν φυλάκων γυναιξίν, πρέπει αἱ γυναῖκες τῶν φυλάκων ν’ ἀπεκδυθῶσι, Πλάτ. Πολ. 457Α.

Spanish (DGE)

I tr.
1 hay que desnudar c. ac. de pers. τοὺς ἄλλους Luc.Herm.38.
2 hay que quitar c. ac. de cosa χιτῶνας Porph.Abst.1.31.
II intr. hay que desnudarse ἀ. δὴ ταῖς ... γυναιξίν las mujeres deben desnudarse Pl.R.457a.

Greek Monotonic

ἀποδῠτέον: ρημ. επίθ. του ἀποδύω·
I. αυτό που πρέπει κάποιος να απογυμνώσει, τινά, σε Λουκ.
II. και με Παθ. σημ., ἀποδυτέον ταῖς γυναιξίν, αυτό που πρέπει οι γυναίκες να βγάλουν, δηλ. τα ρούχα τους, σε Πλάτ.