ἀριστοτέχνης

Revision as of 15:31, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

[ᾰ], Dor. ἀριστο-τέχνας, ου, ὁ,

   A best of artificers, of Zeus, Pi.Fr.57, cf. Hsch.

German (Pape)

[Seite 353] ὁ, der beste Künstler, Pind. frg. 29.

Greek (Liddell-Scott)

ἀριστοτέχνης: -ου, ὁ, ἄριστος τεχνίτης, ἐπὶ τοῦ Διός, Πινδ. Ἀποσπ. 29. ― Ἐντεῦθεν, -τεχνία, ἡ, ἔξοχος τεχνουργία, τέχνη, ἐργασία, Βυζ

Spanish (DGE)

-ου, ὁ

• Alolema(s): -ας Synes.Hymn.8.53

• Prosodia: [ᾰ-]
el mejor artífice de Zeus ἀριστότεχνα πάτερ Pi.Fr.57, de Dios ὅπως πρέπον αὐτὸ (τὸ σῶμα) ... ὁ ἀ. ἐδημιούργησεν Basil.M.31.216C, cf. Ast.Am.1.7.4, τὸν ἀριστοτέχναν νόον el espíritu creador más sublime Synes.l.c.

Greek Monolingual

ο (Α ἀριστοτέχνης, ο, θηλ. -τέχνις, η)
ο άριστος τεχνίτης, ο καλύτερος από τους τεχνίτες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άριστος + -τέχνης < τέχνη.

Russian (Dvoretsky)

ἀριστοτέχνης: дор. ἀριστοτέχνας, α ὁ величайший мастер (эпитет Зевса) Pind., Plut.