ἀρρενοτόκος

Revision as of 15:31, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ον,

   A bearing male children, Arist.GA723a27.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρρενοτόκος: -ον, ἐπὶ γυναικός, ἡ ἄρρενα τέκνα τίκτουσα, ἀρρενογόνος, Ἀριστ. π. Ζ. 1. 18, 21.

Spanish (DGE)

-ον
que pare hijos varones ὥσπερ ἐξ ἀγόνων γόνιμοι, οὕτω καὶ ἐκ θηλυτόκων ἀρρενοτόκοι Arist.GA 723a27, μετὰ γυναικείου γάλακτος ἀρρενοτόκου Gal.14.519.

Greek Monolingual

ἀρρενοτόκος, -ον (Α)
(για γυναίκα) αυτή που γεννά αρσενικά παιδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρρην, -ενος + -τοκος < τίκτω.

Russian (Dvoretsky)

ἀρρενοτόκος: Arst. = ἀρρενογόνος.