ἀστρογείτων

Revision as of 15:32, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ον, gen. ονος,

   A near the stars, κορυφαί A.Pr.721.

Greek (Liddell-Scott)

ἀστρογείτων: -ον, γεν. ονος, ὁ γειτνιάζων τοῖς ἀστράσι, ἀστρογείτονας… κορυφὰς Αἰσχύλ. Πρ. 721.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
voisin des astres.
Étymologie: ἄστρον, γείτων.

Spanish (DGE)

-ον gen. -ονος
vecino de las estrellas κορυφαί A.Pr.721, cf. Eust.1390.21.

Greek Monolingual

ἀστρογείτων, -ον (Α)
αυτός που γειτονεύει με τ' άστρα, ο πανύψηλος.

Greek Monotonic

ἀστρογείτων: -ον, γεν. -ονος, αυτός που βρίσκεται κοντά στα αστέρια, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀστρογείτων: 2, gen. ονος близкий к звездам, упирающийся в звезды (κορυφαί Aesch.).

Middle Liddell

near the stars, Aesch.