ἐντοίχιος

Revision as of 15:37, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ον,

   A on the walls, γραφαί D.H.16.3; τὰ ἐ. γράφειν prob. cj. in X.An.7.8.1; ἐ. ὄρυγμα Ruf. ap. Orib.49.32.5.

German (Pape)

[Seite 856] an der Wand, γραφαί, Wandgemälde, D. Hal. epit. 16, 6.

Greek (Liddell-Scott)

ἐντοίχιος: -ον, ὁ, ἐπὶ τοῦ τοίχου, ἐντοίχ. γραφαὶ Διον. Ἁλ. 16. 6.

Spanish (DGE)

-ον
1 mural, parietal ἐντοίχιοι γραφαί pinturas murales D.H.16.3, ὄρυγμα Orib.49.33.5, ἐντοίχιοι θυρίδες nichos murales, empotrados en la pared IG 12(6).13.8 (Samos II a.C.)
neutr. plu. subst. τὸ ἐ. mural ὁ τὰ ἐντοίχια ἐν Λυκείῳ γεγραφώς X.An.7.8.1.
2 intramuros γυνὴ πόρνη ἐν τῇ πόλει, ὁ ἐ. πόλεμος una prostituta en la ciudad es la guerra intramuros Chrys.M.61.709. • DMic.: e-to-ki-ja.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α ἐντοίχιος, -ον)
αυτός που είναι καλά προσαρμοσμένος στον τοίχο («εντοίχια ψηφιδωτά»)
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐντοίχια
επιγραφές τοίχων.