ἐντοίχιος
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
English (LSJ)
ἐντοίχιον, on the walls, γραφαί D.H.16.3; τὰ ἐ. γράφειν prob. cj. in X.An.7.8.1; ἐ. ὄρυγμα Ruf. ap. Orib.49.32.5.
Spanish (DGE)
-ον
1 mural, parietal ἐντοίχιοι γραφαί pinturas murales D.H.16.3, ὄρυγμα Orib.49.33.5, ἐντοίχιοι θυρίδες nichos murales, empotrados en la pared IG 12(6).13.8 (Samos II a.C.)
•neutr. plu. subst. τὸ ἐ. mural ὁ τὰ ἐντοίχια ἐν Λυκείῳ γεγραφώς X.An.7.8.1.
2 intramuros γυνὴ πόρνη ἐν τῇ πόλει, ὁ ἐ. πόλεμος una prostituta en la ciudad es la guerra intramuros Chrys.M.61.709.
• Diccionario Micénico: e-to-ki-ja.
German (Pape)
[Seite 856] an der Wand, γραφαί, Wandgemälde, D. Hal. epit. 16, 6.
Greek (Liddell-Scott)
ἐντοίχιος: -ον, ὁ, ἐπὶ τοῦ τοίχου, ἐντοίχ. γραφαὶ Διον. Ἁλ. 16. 6.
Greek Monolingual
-α, -ο (Α ἐντοίχιος, -ον)
αυτός που είναι καλά προσαρμοσμένος στον τοίχο («εντοίχια ψηφιδωτά»)
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐντοίχια
επιγραφές τοίχων.