ἑπτακαιδεκάπους

Revision as of 15:39, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

οξ, ἡ, neut. -πουν,

   A seventeen feet long, Pl.Tht.147d.

German (Pape)

[Seite 1012] gen. ποδος, siebenzehnfüßig, siebenzehn Fuß lang, Plat. Theaet. 147 d.

Greek (Liddell-Scott)

ἑπτακαιδεκάπους: ὁ, ἡ, οὐδ. -πουν, 17 ποδῶν μῆκος ἔχων, Πλάτ. Θεαίτ. 147D.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν ; gén. άποδος
de 17 pieds.
Étymologie: ἑπτακαίδεκα, πούς.

Greek Monolingual

ἑπτακαιδεκάπους, -ουν (Α)
μήκους δεκαεπτά ποδών.

Greek Monotonic

ἑπτακαιδεκάπους: ὁ, ἡ, ουδ. -πουν, αυτός που έχει μήκος δεκαεφτά ποδών, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἑπτᾰκαιδεκάπους: πουν, gen. ποδος семнадцатифутовый Plat.

Middle Liddell

17 feet long, Plat.