ἔνλιθος
English (LSJ)
ον,
A adorned with jewels, μασχαλιστήρ CPR22.5 (ii A.D.).
Greek Monolingual
ἔνλιθος, -ον (Α) λίθος
(για κοσμήματα) διακοσμημένος με πολύτιμους λίθους («μασχαλιστὴρ ἔνλιθος», πάπ.).
ον,
A adorned with jewels, μασχαλιστήρ CPR22.5 (ii A.D.).
ἔνλιθος, -ον (Α) λίθος
(για κοσμήματα) διακοσμημένος με πολύτιμους λίθους («μασχαλιστὴρ ἔνλιθος», πάπ.).