γονατόδεσμος
English (LSJ)
ὁ,
A knee-band, Gloss.
German (Pape)
[Seite 501] ὁ, Knieband.
Greek (Liddell-Scott)
γονᾰτόδεσμος: ὁ, ἐπίδεσμος τοῦ γόνατος, Γλωσσ.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ venda para la rodilla, rodillera, Gloss.2.33.12.
Greek Monolingual
ο (Μ γονατόδεσμος)
1. επίδεσμος του γόνατος
2. το επιγονάτιο.