επιγονάτιο

From LSJ

ἤπειρον εἰς ἄπειρον ἐκβάλλων πόδα → departing to the limitless mainland

Source

Greek Monolingual

το (AM ἐπιγονάτιον)
άμφιο σε σχήμα ρόμβου που κρεμούν από τη ζώνη οι αρχιερείς και οι πρωτοπρεσβύτεροι ώστε να πέφτει πάνω στο δεξί γόνατο
νεοελλ.
οτιδήποτε τοποθετείται πάνω στο γόνατο για να το προφυλάξει, π.χ. χαλύβδινο εξάρτημα πανοπλίας, επίδεσμος που προφυλάσσει από πτώση ή τον χρησιμοποιούν όσοι δουλεύουν γονατιστά, επίδεσμος που προφυλάσσει τα πόδια αλόγου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θ. γονατ- του γόνυ + υποκορ. κατάλ. -ιο(ν)].