εὔκουρος

Revision as of 15:51, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

English (LSJ)

ον, (κείρω)

   A well-shorn, Hegem. ap. Ath.15.698e.

German (Pape)

[Seite 1076] wohlgeschoren, Hegem. Ath. XV, 698 e.

Greek (Liddell-Scott)

εὔκουρος: -ον, (κείρω) καλῶς κεκαρμένος, Ἡγήμων παρ’ Ἀθην. 698Ε.

Greek Monolingual

εὔκουρος, -ον (Α)
ο κουρεμένος καλά ή τελείως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κουρά «κοπή μαλλιών»].