δημοχαριστής

Revision as of 15:51, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A mob-courtier, E.Hec.132 (anap.).

German (Pape)

[Seite 565] ὁ, Eur. Hec. 143, dem Volke willfahrend.

Greek (Liddell-Scott)

δημοχᾰριστής: -οῦ, ὁ, ὁ εἰς τὸν ὄχλον χαριζόμενος, Εὐρ. Ἑκ. 134.― Ἐπίρρ. δημοχᾰριστικῶς, ὡς δημοχαριστής, Σχολ. εἰς Ἰλ. Β. 350· καὶ μτχ. δημοχαριστῶν Γ. Παχυμ. τ. Β΄, σ. 461, 7 (ἐκδ. Βόνν.)

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
courtisan du peuple.
Étymologie: δῆμος, χαρίζομαι.

Spanish (DGE)

(δημοχᾰριστής) -οῦ, ὁ
adulador del pueblo Λαερτιάδης E.Hec.132, cf. Eust.201.24, 221.9, 737.45.

Greek Monolingual

δημοχαριστής, ο (Α)
αυτός που χαρίζεται στον λαό, που τον κολακεύει.

Greek Monotonic

δημοχᾰριστής: -οῦ, ὁ (χαρίζομαι), κόλακας του λαού, δημοκόλακας, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

δημοχᾰριστής: ου adj. m льстящий народу, вкрадчивый (Λαερτιάδης Eur.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δημοχαριστής -οῦ, ὁ [δῆμος, χαρίζομαι] vleier van het volk.

Middle Liddell

χαρίζομαι
a mob-courtier, Eur.