δημοκόλακας

From LSJ

Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck

Menander, Monostichoi, 437

Greek Monolingual

ο (Α δημοκόλαξ)
αυτός που κολακεύει τον λαό, ο δημαγωγός.