λειόφυλλος

Revision as of 15:54, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

English (LSJ)

ον,

   A smooth-leaved, Id.HP7.4.4; κράμβη Eudem. ap. Ath.9.369e.

German (Pape)

[Seite 24] mit glatten Blättern, κράμβη, Ath. IX, 369 e.

Greek (Liddell-Scott)

λειόφυλλος: -ον, ἔχων λεῖα, ὁμαλὰ φύλλα, κράμβη Ἀθήν. 369Ε, F, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 4, 4.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α λειόφυλλος, -ον)
αυτός που έχει λεία φύλλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + -φυλλος (< φύλλον), πρβλ. ά-φυλλος, επτά-φυλλος].