ῶνος, ὁ,
A artichoke-bed, PFlor.50.72 (iii A.D.).
κιναρεών, -ῶνος, ὁ (Α)τόπος φυτεμένος με αγκινάρες.[ΕΤΥΜΟΛ. < κινάρα + επίθημα -εών (πρβλ. ανθ-εών, δαφν-εών)].