κιναρεών

Revision as of 15:54, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

English (LSJ)

ῶνος, ὁ,

   A artichoke-bed, PFlor.50.72 (iii A.D.).

Greek Monolingual

κιναρεών, -ῶνος, ὁ (Α)
τόπος φυτεμένος με αγκινάρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κινάρα + επίθημα -εών (πρβλ. ανθ-εών, δαφν-εών)].