μεγαλοχάσμων
English (LSJ)
ον, gen. ονος,
A wide-gaping, χάνναι Epich.67.
German (Pape)
[Seite 108] ον, weit gähnend, aufklaffend, χάνναι, Epicharm. bei Ath. VII, 315 e.
Greek (Liddell-Scott)
μεγᾰλοχάσμων: -ον, ὁ μεγάλως χαίνων, ἔχων τὸ στόμα μεγάλως χαῖνον, ἐπὶ τοῦ ἰχθύος χάννου, Ἐπίχαρμ. παρ’ Ἀθην. 315F.
Greek Monolingual
μεγαλοχάσμων, -ον (Α)
(για το ψάρι χάννος) αυτός που χάσκει πολύ, που έχει πολύ ανοιχτό το στόμα του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -χασμων (< χάσμα)].