υἱόθρεπτος
English (LSJ)
ὁ,
A foster-son, Keil-Premerstein Dritter Bericht No.31 (Lydia).
Greek Monolingual
ὁ, Α
θετός γιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υἱός + θρεπτός (< τρέφω), πρβλ. μαμμό-θρεπτος].
ὁ,
A foster-son, Keil-Premerstein Dritter Bericht No.31 (Lydia).
ὁ, Α
θετός γιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υἱός + θρεπτός (< τρέφω), πρβλ. μαμμό-θρεπτος].