θρεπτός
From LSJ
English (LSJ)
θρεπτή, θρεπτόν, as substantive, θρεπτός, θρεπτή,
A slave bred in the house, Lys.Fr.215 S., Pherecr.125, LXX Es.2.7, IPE12.709 (Olbia, ii B.C.), POxy.298.46 (i A.D.), etc.; οἱ θ. καὶ αἱ θ. Inscr.Cos131; also of adopted foundlings, τὴν ἰδίαν θ. SIG1210 (Calymna), Plin.Ep.ad Traj.65, etc.
II pupil, Vett.Val.157.29.
German (Pape)
[Seite 1217] (τρέφω), genährt, aufgezogen, von Haussklaven, Inscr. Vgl. Pherecr. Poll. 7, 17.
Greek Monolingual
θρεπτός, -ή, -όν (Α) τρέφω
1. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ὁ θρεπτός και ἡ θρεπτή
ο δούλος που έχει ανατραφεί στο σπίτι του κυρίου του
2. υιοθετημένο βρέφος
3. οικόσιτος μαθητής.
Russian (Dvoretsky)
θρεπτός: adj. verb. к τρέφω.