ον,
A half-green, Gloss.
ἡμίχλωρος: -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ πράσινος, Γλωσσ.
ἡμίχλωρος, -ον (Α)αυτός που είναι κατά το ήμισυ χλωρός, ο μισοπράσινος.