παρεκτέον

Revision as of 17:25, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

English (LSJ)

(παρέχω)

   A one must furnish, afford, ἡμῖν γέλωτα X.Cyr. 2.2.15; τινὶ χάριν Andronic.Rhod.p.577 M.; π. ἑαυτὴν ἑπιτηδείαν TheanoEp.5.4, cf. Gal.17(2).355.

Greek (Liddell-Scott)

παρεκτέον: ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ παράσχῃ, νὰ ἐμποιήσῃ τι, γέλωτά τινι Ξεν. Κύρ. 2. 2, 15.

Greek Monotonic

παρεκτέον: ρημ. επίθ. του παρέχω, αυτό που πρέπει να προξενήσει κάτι, σε Ξεν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρεκτέον, adj. verb. van παρέχω, er moet verschaft worden:. πρόφασις... ὡς οὐ παρεκτέον σοι ἡμῖν γέλωτα een excuus, dat er door jou geen reden tot lachen aan ons gegeven moet worden Xen. Cyr. 2.2.15.