afford
From LSJ
Ζεὺς γὰρ μεγάλης γλώσσης κόμπους ὑπερεχθαίρει → Zeus hates the boasts of an overweening tongue
Ζεὺς γὰρ μεγάλης γλώσσης κόμπους ὑπερεχθαίρει → Zeus hates the boasts of an overweening tongue
supply: P. and V. παρέχω, παρέχειν (or mid.), παρασκευάζειν (or mid.), πορίζειν (or mld.), ἐκπορίζειν (or mid.).
give: P. and V. ἐνδιδόναι, διδόναι.
I cannot afford to: P. and V. οὐχ ἱκανός εἰμι (infin.).