ἐπιστατητέον

Revision as of 17:55, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

English (LSJ)

   A one must oversee, superintend, c. dat., Pl.R. 377b,401b: c.gen., X.Oec.7.35.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιστᾰτητέον: ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ἐπιστατέω, δεῖ ἐπιστατεῖν, μετὰ δοτ., Πλάτ. Πολ. 377Β, 401Β· μετὰ γεν., Ξεν. Οἰκ. 7. 35· ἴδε Λοβ. Φρύν. 766.

Greek Monotonic

ἐπιστᾰτητέον: ρημ. επίθ. του ἐπιστατέω, αυτό που πρέπει να εποπτευθεί, να ελεγχθεί, να επιτηρηθεί, με δοτ., σε Πλάτ.· με γεν., σε Ξεν.