ἐπιστατητέον

From LSJ

ἐπάμεροι· τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος → Neverlasting: What is a somebody? What is a nobody? You are a dream of a shadow | Creatures of a day. What is a someone, what is a no one? Man is the dream of a shade.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιστᾰτητέον Medium diacritics: ἐπιστατητέον Low diacritics: επιστατητέον Capitals: ΕΠΙΣΤΑΤΗΤΕΟΝ
Transliteration A: epistatētéon Transliteration B: epistatēteon Transliteration C: epistatiteon Beta Code: e)pistathte/on

English (LSJ)

one must oversee, superintend, c. dat., Pl.R. 377b,401b: c.gen., X.Oec.7.35.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιστᾰτητέον: ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ἐπιστατέω, δεῖ ἐπιστατεῖν, μετὰ δοτ., Πλάτ. Πολ. 377Β, 401Β· μετὰ γεν., Ξεν. Οἰκ. 7. 35· ἴδε Λοβ. Φρύν. 766.

Greek Monotonic

ἐπιστᾰτητέον: ρημ. επίθ. του ἐπιστατέω, αυτό που πρέπει να εποπτευθεί, να ελεγχθεί, να επιτηρηθεί, με δοτ., σε Πλάτ.· με γεν., σε Ξεν.