θηριονάρκη

Revision as of 18:05, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

English (LSJ)

ἡ, a plant

   A that benumbs serpents, Nerium Oleander, Plin.HN24.163,25.113.

Greek (Liddell-Scott)

θηριονάρκη: ἡ, φυτὸν ὅπερ ναρκώνει τοὺς ὄφεις, Πλίν. 24. 102, κτλ.

Greek Monolingual

θηριονάρκη, ἡ (Α)
βότανο που επιφέρει νάρκη στα φίδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + νάρκη.

Russian (Dvoretsky)

θηριονάρκη: ἡ терионарка (растение, оглушающее змей) Plin.