ναυστολία

Revision as of 18:10, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

English (LSJ)

ἡ,

   A going by sea, naval expedition, Id.Andr.795 (lyr.), Str.16.2.23.

German (Pape)

[Seite 233] ἡ, das zu Schiffe Fahren, die Seefahrt, Eur. Andr. 797.

Greek (Liddell-Scott)

ναυστολία: ἡ, τὸ διὰ θαλάσσης πορεύεσθαι, ναυτικὴ ἐκστρατεία, Εὐρ. Ἀνδρ. 795, Στράβ. 757.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
expédition maritime.
Étymologie: ναύστολος.

Greek Monolingual

ναυστολία, ἡ (Α) ναύστολος
1. ταξίδι με πλοίο
2. ναυτική αποστολή.

Greek Monotonic

ναυστολία: ἡ, πορεία διά θαλάσσης, ναυτική επιχείρηση, εκστρατεία, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ναυστολία: ἡ морское путешествие, морской поход Eur.

Middle Liddell

ναυστολία, ἡ,
a going by sea, naval expedition, Eur.