ναυστολία

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ναυστολία Medium diacritics: ναυστολία Low diacritics: ναυστολία Capitals: ΝΑΥΣΤΟΛΙΑ
Transliteration A: naustolía Transliteration B: naustolia Transliteration C: nafstolia Beta Code: naustoli/a

English (LSJ)

ἡ, going by sea, naval expedition, Id.Andr.795 (lyr.), Str.16.2.23.

German (Pape)

[Seite 233] ἡ, das zu Schiffe Fahren, die Seefahrt, Eur. Andr. 797.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
expédition maritime.
Étymologie: ναύστολος.

Russian (Dvoretsky)

ναυστολία:морское путешествие, морской поход Eur.

Greek (Liddell-Scott)

ναυστολία: ἡ, τὸ διὰ θαλάσσης πορεύεσθαι, ναυτικὴ ἐκστρατεία, Εὐρ. Ἀνδρ. 795, Στράβ. 757.

Greek Monolingual

ναυστολία, ἡ (Α) ναύστολος
1. ταξίδι με πλοίο
2. ναυτική αποστολή.

Greek Monotonic

ναυστολία: ἡ, πορεία διά θαλάσσης, ναυτική επιχείρηση, εκστρατεία, σε Ευρ.

Middle Liddell

ναυστολία, ἡ,
a going by sea, naval expedition, Eur.