σφαιροπαίκτης

Revision as of 18:40, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1-$2, $3")

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A ball-player, juggler, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

σφαιροπαίκτης: -ου, ὁ, ὁ σφαιροπαικτῶν, σφαιριστής, Γλωσσ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 270.

Greek Monolingual

ὁ, Α
σφαιριστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφαῖρα + παίκτης (< παίζω), πρβλ. οργανο-παίκτης.