ἐναλίσκομαι

Revision as of 15:35, 2 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="bld">A</span> [[to be" to "<span class="bld">A</span> to [[be")

English (LSJ)

   A to be convicted in, ᾠκοδόμηται τὰ δικαστήρια τοῖς πονηροῖς -ίσκεσθαι Lib.Decl.16.28; ἐναλόντα· συλληφθέντα, κρατηθέντα, Hsch.

Greek Monolingual

ἐναλίσκομαι (Α)
καταδικάζομαι, φυλακίζομαι εξαιτίας ποινής.