συκοφαντητός

Revision as of 15:35, 2 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="bld">A</span> [[to be" to "<span class="bld">A</span> to [[be")

English (LSJ)

ή, όν,

   A to be quibbled about, οὐ σ. ἦν τὰ τοιαῦτα after all, such points need not be unduly pressed, Sch.Ar.Ra.53.

Greek (Liddell-Scott)

σῡκοφαντητός: -ή, -όν, ὑποκείμενος εἰς ψευδῆ κατηγορίαν ἢ διαβολήν, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 53.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α συκοφαντῶ
1. (για πράξη) ο δεκτικός συκοφαντίας, αυτός που μπορεί να συκοφαντηθεί
2. (για πρόσ.) αυτός που έχει πέσει θύμα συκοφαντίας, συκοφαντημένος.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α συκοφαντῶ
1. (για πράξη) ο δεκτικός συκοφαντίας, αυτός που μπορεί να συκοφαντηθεί
2. (για πρόσ.) αυτός που έχει πέσει θύμα συκοφαντίας, συκοφαντημένος.